Οι γαιοσκώληκες διαθέτουν την ικανότητα να καταπίνουν και να χωνεύουν στερεά κατάλοιπα από φυτικά και ζωικά υπολείμματα όπως και πάσης φύσεως οργανικά υλικά. Έτσι, αποτελούν μία εξαίρετη μηχανή επεξεργασίας και βιο-αποικοδόμησης διαφόρων δύσκολα αποικοδομήσιμων και άχρηστων μέχρι σήμερα υλικών εξασφαλίζοντας την αξιοποίησή τους υπό μορφή οργανικού λιπάσματος και βελτιωτικού του εδάφους.
1. Ταξινόμηση
Στη φύση υπάρχουν περισσότερα από 3000 είδη γαιοσκωλήκων. Οι γαιοσκώληκες, σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα, ταξινομούνται σαν να ανήκουν στα ανώτερα ζώα και ειδικότερα στην τάξη των Ολιγοχετών, τάξη των Δακτυλιοειδών (δακτυλιοσκώληκες). Σε αυτό το phylum ανήκουν περίπου 1800 είδη γαιοσκωλήκων που ταξινομούνται (κατανέμονται) σε πέντε μεγάλες οικογένειες και υπάρχουν κατανεμημένα σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα πιο κοινά και πιο διαδεδομένα σκουλήκια στη Β. Αμερική, Ευρώπη και Δ. Ασία ανήκουν στην οικογένεια Lumbricidae η οποία αριθμεί περίπου 220 είδη ανά τον κόσμο και από αυτά περί τα 130 είδη στην Ευρώπη.
Το μέγεθος των γαιοσκωλήκων ποικίλει από μόλις λίγα χιλιοστά έως και περισσότερο από ένα μέτρο, ωστόσο τα πιο διαδεδομένα είδη έχουν μήκος μόλις λίγα εκατοστά. Μόνον ελάχιστα είδη παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον έτσι ώστε να καλλιεργηθούν σε μεγάλης κλίμακας φάρμες έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν είτε ως σκουλήκια κομποστοποιητές είτε ως δολώματα ψαρέματος.
Από αυτά τα 30 ζουν στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες. Τα πιο γνωστά είδη είναι τα: Allolobophora chlorotica, Allolobophora longa, Dendrobaena veneta, Eisenia andrei, Eisenia fetida, Eudrillus eugeniae, Hormogaster praetiosanigra, Lumbricus castaneus, Lumbricus herculus, Lumbriscus rubellus, Lumbriscus terrestris, Megascolides australis, Millsonia anomala, Nicodrillus caliginosus, Nicodrillus longus longus, Perionyx excavatus και Pontoscolex corenthrurus.
Οι γαιοσκώληκες, με βάση τα χαρακτηριστικά προσαρμογής και ανάπτυξης στο περιβάλλον που ζουν, χωρίζονται σε τρεις μεγάλες οικολογικές κατηγορίες:
- Στους επίγειους, που ζουν στην επιφάνεια του εδάφους. Οι γαιοσκώληκες της κατηγορίας αυτής αποικοδομούν κυρίως την οργανική ουσία. Καταστρέφονται εύκολα από το δυνατό ήλιο, την ξηρασία και αποδεκατίζονται συχνά από διάφορα αρπακτικά σκουληκοφάγα πουλιά. Διαφεύγουν τους κινδύνους αυτούς με τη μεγάλη αναπαραγωγική τους ικανότητα και την ευκολία δημιουργίας ανθεκτικών κουκουλιών.
- Στους ενδόγειους, που διατρέφονται με χώμα διανοίγοντας ένα ευρύ δίκτυο σχεδόν οριζόντιων στοών. Ανθίστανται στις αντίξοες καιρικές συνθήκες με σταμάτημα της δραστηριότητάς τους.
- Στους ανεσικούς, που είναι και οι πιο χονδροί. Διανοίγουν σχεδόν κατακόρυφες στοές πηγαίνοντας μέχρι και 2 μέτρα σε βάθος. Για να περάσουν τις αντίξοες συνθήκες εισέρχονται σε δίμηνη διάπαυση αρχίζοντας από τον Ιούνιο.
2. Οι Γαιοσκώληκες στη φύση και στα οικοσυστήματα
Μέσα στα διάφορα οικοσυστήματα, γαιοσκώληκες όπως ο Lumbricus rubellus αυξάνουν το ποσοστό της μεταφοράς τροφής μεταξύ των τροφικών επιπέδων, καθιστώντας πιο άμεσα διαθέσιμα και αφομοιώσιμα τα θρεπτικά συστατικά για τα φυτά.
Στην τροφική αλυσίδα, γαιοσκώληκες όπως ο Lumbricus rubellus είναι πρωτογενείς καταναλωτές των οποίων ο ρόλος είναι η μετατροπή της ενέργειας που συντίθενται από φωτοσυνθετικούς οργανισμούς (καρποφόρα και μη καρποφόρα φυτά) σε τροφή για τα ζώα που ανήκουν σε υψηλότερα επίπεδα της τροφικής αλυσίδας (Wallwork 1983). Οι Γαιοσκώληκες αποτελούν τον τελειότερο αντιδραστήρα λιπασματοποίησης και αποδόμησης της οργανικής ύλης μετασχηματίζοντάς την στο πλέον αξιόλογο οργανικό και οικολογικό λίπασμα.
Ο γαιοσκώληκας red worm που φέρει την επιστημονική ονομασία Lumbricus rubellus αποτελεί το πιο παραγωγικό είδος γαιοσκώληκα στον πλανήτη (υψηλός ρυθμός αναπαραγωγής και μικρότερο χρόνο ωρίμανσης των νεογέννητων γαιοσκωλήκων) ιδιότητα η οποία συνδυαζόμενη με την υψηλή του ανεκτικότητα σε μεγάλες πυκνότητες ατόμων (έως και 60.000 άτομα ανά τετραγωνικό μέτρο) καθιστά το συγκεκριμένο είδος ιδανικό για εκτροφή σε περιορισμένο χώρο. Από ένα γαιοσκώληκα αυτού του είδους μπορούν να προκύψουν έως και 106 κουκούλια (capsules/cocoons) μέσα σε ένα χρόνο, καθένα από τα οποία μπορεί να δώσει από2 έως 20 γαιοσκώληκες. Με το ρυθμό αυτό πολλαπλασιασμού, δύο γαιοσκώληκες αυτού του είδους μπορούν να δώσουν, μέσα σε ένα έτος και υπο ιδανικές και κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, έως και 1500 απογόνους δια μέσω αλλεπάλληλων συζεύξεων.
Ο γαιοσκώληκας είναι ικανός να καταναλώσει καθημερινά ποσότητα τροφής ίσης με το βάρος του (περίπου ένα γραμμάριο κατά μέσο όρο). Από αυτήν την ποσότητα το 50% περίπου αφομοιώνεται από τον οργανισμό του για την ικανοποίηση των αναγκών του και το υπόλοιπο 50% αποβάλλεται ως χουμοποιημένη ύλη και ταυτόχρονα άριστο οργανικό λίπασμα.
Η ποσότητα της σκωληκοκοπριάς που αποβάλλεται από το γαιοσκώληκα εμπλουτίζεται με διάφορα ένζυμα (διάσπασης των πρωτεϊνών), φυτικές ορμόνες (αυξίνες) και βιταμίνες (A, E, και C), ενώ οι διάφοροι μικροοργανισμοί που συμβιούν με το γαιοσκώληκα προκαλούν διάσπαση των οργανικών ουσιών της τροφής του με αποτέλεσμα το σχηματισμό του χούμου και την ελευθέρωση στοιχείων χρήσιμων και απαραίτητων για τη θρέψη των φυτών.